- φωτογράφημα
- το, -ατοςτο αποτέλεσμα της φωτογράφησης, η φωτογραφία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φωτογράφημα — το, Ν 1.το αποτέλεσμα τής φωτογράφησης, φωτογραφία 2. (τοπογρ.) το φωτόγραμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτογραφώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στον Αλ. Ρ. Ραγκαβή] … Dictionary of Greek